- βιοπλανής
- βιοπλανήςwandering to get one's livingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοπλανής — βιοπλανής, ές (Α) αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα προς το ζην, ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πλανής < πλανώμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
βιοπλανεῖς — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem acc pl βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπλανές — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem voc sg βιοπλανής wandering to get one s living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπλανέες — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπλανέεσσιν — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπλανέος — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπλανῶν — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιόπλαγκτος — βιόπλαγκτος, ον (Α) ο βιοπλανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + (ρηματικό επίθ.) πλαγκτός < πλάζω «κάνω κάποιον να περιπλανιέται»] … Dictionary of Greek